θιπόβρωτος
Look at other dictionaries:
θιπόβρωτος — και θριπόβρωτος θιπόβρωτος και θριπόβρωτος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπὸ σητῶν βεβρωμένος», σκωροφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. θριπόβρωτος < θριψ, πός «σαράκι» + βρωτος (< βι βρώ σκω), πρβλ. ιχθυό βρωτος, φθειρό βρωτος. Ο τ. θιπόβρωτος με… … Dictionary of Greek